φιλοδόξου

φιλοδόξου
φιλόδοξος
loving fame
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Μιχαήλ — I (εβρ. Μικαέλ = τις ως ο Θεός;). Όνομα με το οποίο αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη ο άγγελος φύλακας του Ισραήλ. Αναφέρεται επίσης στην Καινή Διαθήκη και στα απόκρυφα κείμενα. Η λατρεία του στη χριστιανική Εκκλησία (Αρχάγγελος Μιχαήλ) είναι… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • νουμιδία — Αρχαία περιοχή της βορειοδυτικής Αφρικής χωρίς σαφώς καθορισμένα σύνορα (ιδιαίτερα στα Ν), η οποία κατοικείτο από βερβερικές φυλές οργανωμένες σε ανεξάρτητα βασίλεια. Από εκείνες τις φυλές, κατά το β’ μισό του 3ου αι. π.Χ. κυριαρχούσαν εκείνες… …   Dictionary of Greek

  • οινάνθη — Μητέρα της αυλητρίδας και εταίρας Αγαθόκλειας από τη Σάμο. Η Ο. είχε συστήσει την κόρη της στον βασιλιά της Αιγύπτου Πτολεμαίο Δ’ τον Φιλοπάτορα. Ο Πτολεμαίος είχε αγαπήσει παράφορα την όμορφη Αγαθόκλεια και έπεσε θύμα των απαιτήσεων της, καθώς… …   Dictionary of Greek

  • φιλοδοξία — η, ΝΜΑ [φιλόδοξος] η ιδιότητα τού φιλόδοξου, ζωηρή επιθυμία για ανάδειξη και επικράτηση, για πρόσκτηση δόξας νεοελλ. 1. ευγενική επιθυμία για την επιτέλεση ενός έργου, για την πραγμάτωση ενός υψηλού στόχου («έχει την φιλοδοξία να διαδώσει τα… …   Dictionary of Greek

  • Γκρίφιθ, Ντέιβιντ Γουόρκ — (David Wark Griffith, Λα Γκρανζ, Κεντάκι 1875 – Χόλιγουντ 1948). Αμερικανός σκηνοθέτης και παραγωγός του κινηματογράφου. Ηθοποιός και σεναριογράφος, πρωτοεμφανίστηκε στον κινηματογράφο ερμηνεύοντας έναν ρόλο στην ταινία του ‘Evτουιν Πόρτερ… …   Dictionary of Greek

  • Γυισκάρδος, Ροβέρτος — (Robert Guiscard, 1015 – 1085). Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος του Νορμανδού κατακτητή Ρομπέρ Γκιϊσκάρ. Το 1047 πήγε στην Ιταλία, όπου τέθηκε στην υπηρεσία του Παντόλφου, πρίγκιπα της Καπύης και το 1050 έγινε σύντροφος του Νορμανδού ιππότη… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… …   Dictionary of Greek

  • Ερρίκος ο θαλασσοπόρος — (Henrique Navegabor, Πόρτο 1394 – Σάγκρες 1460). Ινφάντης της Πορτογαλίας. Γιος του βασιλιά Ιωάννη A’, ήταν ο εμψυχωτής των μεγάλων γεωγραφικών εξερευνήσεων που επιχείρησαν οι Πορτογάλοι τον 15o αι. Σε ηλικία 21 ετών είχε λάβει μέρος σε μια… …   Dictionary of Greek

  • Κούβα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κούβας Έκταση: 110.860 τ. χλμ. Πληθυσμός: 11.243.400 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Αβάνα (2.181.500 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική, μεταξύ του κόλπου του Μεξικού και της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”